- δυϊκός αριθμός
- Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυϊκός — ή, ό (AM δυϊκός, ή, όν) «δυϊκός αριθμός» ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματα αρχ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός … Dictionary of Greek
δυϊκός — (αριθμός), ο γραμματικός τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που τον χρησιμοποιούσαν στα ονόματα και τα ρήματα, για να δηλώσουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
δοιώ — (Α) (δυϊκός αρ.) δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυϊκός αριθμός τού δοιοί] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
NUMERUS Par — mali ominis habitus, apud Romanos; impar, plenus et faustior. Solinus c. 1. Graci singulis annis XI. dies et quadrantem detrabebant, eosque octies multiplicatos in annum nonum refervabant, ut contractus nonagenarius numerus in tres menses, per… … Hofmann J. Lexicon universale
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия